καλλιγραφικός

καλλιγραφικός
calligraphique

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καλλιγραφικός — ή, ό (AM καλλιγραφικός, ή, όν) [καλλιγράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιγραφία, ο γραμμένος με ωραία γράμματα 2. φρ. «καλλιγραφικά στοιχεία» τυπογραφικά στοιχεία που αναπαράγουν γράμματα γραμμένα με το χέρι μσν. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφικός — ή, ό επίρρ. ά ο γραμμένος με καλλιγραφία: Το κείμενο αυτό προδίδει τον καλλιγραφικό χαρακτήρα του γραφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλιγραφικόν — καλλιγραφικός suited for fine penmanship masc acc sg καλλιγραφικός suited for fine penmanship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφικοῦ — καλλιγραφικός suited for fine penmanship masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφικῆς — καλλιγραφικός suited for fine penmanship fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”